- μετρικοί
- μετρικόςmetricalmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… … Dictionary of Greek
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek
ετερόπλοκος — ἑτερόπλοκος, ον (Α) φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ πλοκος] … Dictionary of Greek
μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… … Dictionary of Greek
Ηλιόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης (2ος αι. π.Χ.). Συνεργάστηκε στη διακόσμηση της Οκταβίας Στοάς και φιλοτέχνησε σύμπλεγμα του Πάνα και του Ολύμπου. 2. Ο Περιηγητής (2oς αι. π.Χ.). Έγραψε για την Ακρόπολη της Αθήνας και τα αναθήματά της. 3.… … Dictionary of Greek
μετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το μέτρημα: Μετρική μονάδα. 2. αυτός που αναφέρεται στα μέτρα της ποίησης: Μετρικοί κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)